- μικροτεχνίτης
- ο, θηλ. μικροτεχνίτρια1. αυτός που κατασκευάζει μικρά και κομψά αντικείμενα, λεπτουργός2. τεχνίτης δευτερεύουσας σημασίας και αξίας, ο οποίος δεν είναι ικανός για σπουδαία έργα, αδέξιος τεχνίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροτεχνίτης — ο θηλ. ίτρα 1. ο καλλιτέχνης που κατασκευάζει μικροτεχνήματα. 2. τεχνίτης που είναι ικανός μόνο για έργα μικρής αξίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek